πατεριον

πατεριον
    πατέριον
    πᾰτέριον
    τό батюшка Luc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πατεριον" в других словарях:

  • πατέριον — little father neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέριον — τὸ, Α (υποκορ. τού πατήρ) πατερούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλητ. πάτερ τού πατήρ + υποκορ. κατάλ. ιον) …   Dictionary of Greek

  • πατερίου — πατέριον little father neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατερίων — πατέριον little father neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρια — πατέριον little father neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατερίων — ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) προσαγόρευση σε γηραιά πρόσωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατέριον (< πάτερ) + εκφραστικό επίθημα ίων (πρβλ. μαλακ ίων, λαγυν ίων)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»